Πέμπτη 25.04.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Ο ψυχίατρος Μάκης Λαχανάς και οι «μαρτυριάρες καρδιές» του

Κώστας Σπίγγος
27 Απριλίου 2016 / 11:25
Κώστας Σπίγγος

Καρδιές μαρτυριάρες, καρδιές μαρτυρικές...Ο ψυχίατρος Μάκης Λαχανάς (1924-2010) έγραψε «πάνω» στη «Μαρτυριάρα καρδιά» (ελληνική απόδοση του «Tell tale heart») του Έντ. Αλ. Πόε.

Η Ναταλία Καποδίστρια και οι συνεργάτες της σκηνοθέτησαν κι ερμήνευσαν εξαιρετικά. Κι όσοι τυχεροί παρευρεθήκαμε πριν από μερικές βραδιές στο Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας ήπιαμε απρόσμενα ένα πολύ καλό θεατρικό νέκταρ τριπλής (τουλάχιστον) απόσταξης, με θέμα του τη διαταραγμένη ψυχή.
Ο επαγγελματίας ψυχίατρος σφράγισε το πέρασμα του από τη γη διαγιγνώσκοντας και θεραπεύοντας τη διαταραγμένη ψυχή και δίνοντας σε συναδέλφους του διαλέξεις περί αυτής, έχοντας δηλαδή την ψυχή ως επιστημονικό και ωφελιμιστικό αντικείμενο. Παράλληλα όμως και κατά συρροή θέλησε –για άγνωστους λόγους– να μιλήσει και ποιητικά για την ψυχή χωρίς κάτι τέτοιο να του ζητηθεί, κάνοντας δηλαδή την ψυχή αντικείμενο τέχνης.
 
Το «δάσος του Μαγιού»
 
Ας δεχτούμε ότι το φάσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς μπορεί να διακριθεί σε «λόγια και έργα», στους –έμμεσους– χειρισμούς συμβόλων διά νοητικών διεργασιών και στους –άμεσους– πρακτικούς χειρισμούς επί αντικειμένων και ανθρώπων: οι πρώτοι συναπαρτίζουν την ανθρώπινη πνευματική παραγωγή, που περιλαμβάνει την τέχνη και την επιστήμη. Η τέχνη, όπως προβάλλει στον εγκέφαλο, είναι μια διαδικασία πρωτίστως συναισθηματική-ψυχική, σε αντιδιαστολή με την επιστημονική γνώση, που είναι μια διαδικασία αναλυτική-γνωστική. Η πνευματική παραγωγή είτε αποτελεί ιδιωτική συνομιλία με τον εαυτό είτε, συνηθέστερα, κοινωνεί γνώσεις και συναισθήματα προς τους σύγχρονους ή/και τους επόμενους.
Στην επικοινωνία οποιασδήποτε μορφής, ο πομπός δημιουργεί ένα κωδικοποιημένο σήμα του οποίου προϋποθέτει ότι ο δέκτης διαθέτει το κλειδί αποκωδικοποίησης, ότι είναι εφικτή η λήψη και αποκωδικοποίηση του σήματος, αλλιώς η εκπομπή δεν θα γινόταν. Αυτή ακριβώς είναι και η ειδοποιός διαφορά της –αποκλειστικά ζωικής– ιδιότητας της επικοινωνίας από μια ψυχρή παρατήρηση των πανταχού παρόντων σημάτων της ύλης του σύμπαντος: αυτά, όπως προς το παρόν ερευνούμε άρα πιστεύουμε (!) εκπέμπονται από κανέναν και προς το πουθενά. Η έντεχνη αποτύπωση φυσικών δεδομένων (π.χ. μαθηματικών συναρτήσεων) μαρτυρά πως η ύλη μπορεί να μιμηθεί ή ακόμη και να υπερβεί αισθητικά την τέχνη. Αλλά δεν μπορεί δύο πράγματα, αποκλειστικά ανθρώπινα: να εμπνευστεί ως πομπός και να ταυτιστεί ως δέκτης. Η ύλη μπορεί να προκαλέσει αισθητικά αποτελέσματα αλλά ως «καλλιτέχνης» δίχως πρόσωπο, δεν μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα. Η πηγή της έμπνευσης και της ταύτισης είναι που τίθενται προς συζήτηση.
Αν θέλουμε να διακοσμήσουμε τον τοίχο του αστικού μας διαμερίσματος, μπορούμε να ζωγραφίσουμε ένα δάσος νατουραλιστικά, δηλαδή όπως αυτό είναι (αν πάλι δεν κάνουμε καθόλου τέχνη αλλά μόνο λογισμό, μπορούμε κάλλιστα να γράψουμε στον τοίχο μας «φανταστείτε πως εδώ απεικονίζεται ένα δάσος»). Αν πάλι έχουμε τονίσει με τα χρώματά μας τα φύλλα και αποκρύψει τα κλαδιά και τους κορμούς ή, ακόμη πιο πέρα, αν έχουμε ζωγραφίσει σκέτες πυγολαμπίδες και ονομάσει τον πίνακά μας «δάσος του Μαγιού», τότε εκφράζουμε στον τοίχο μας κι ένα μήνυμα από τα μέσα μας. Συχνά, η αποκωδικοποίηση –ακόμη και η ύπαρξη– ενός μηνύματος παραμένει αβέβαια.
Το νόστιμο είναι ότι ο συγκεκριμένος πίνακας μάλλον δεν υπάρχει, αλλά με τη λεκτική περιγραφή μου μάλλον τον είδατε και μάλλον τον νιώσατε!
 
Ποιοι και πότε μιλούν ποιητικά παρά αναλυτικά και γιατί;
 
Αναπάντητο το ερώτημα. Οι υλιστές λένε πως η αναζήτηση της τέχνης είναι απλώς ένα σύμπτωμα. Η τέχνη προσδιορίζεται έτσι στην ιδανική εκδοχή της ως μια συμβολική πράξη που βοηθά την ψυχή να μιλήσει με τον εαυτό ή τον άλλο. Η αρρώστια λέγεται ματαίωση. Αιτία της αρρώστιας είναι το βίωμα-επίγνωση της απώλειας, της φθοράς και του θανάτου. Η αιτιολογική θεραπεία της θα ήταν το να παλέψεις να γίνεις, μέχρι να ξε-ματαιωθείς (ή να ξε-ματώσεις, ό, τι έρθει πρώτο).
Συνήθως η εν λόγω απώλεια αφορά τη δυνατότητά μας για αυθόρμητη ύπαρξη. Ένα κέντρο ισορροπίας της ζωής μας που δεν εκπληρώνει (ματαιώνει) την ανάγκη μας για επικύρωση του περάσματος μας από τον πλανήτη μοιάζει να μην μπορεί να προσφέρει χαρά. Αν π.χ. πρόκειται για χρονοβόρο αντικείμενο εργασίας αφήνει κενά στον επαγγελματία άσχετα με τη δόξα και το χρήμα. Κι όταν η πράξη απογοητεύσει, φαίνεται πως τη σκυτάλη αναλαμβάνει η τέχνη. Η τέχνη αυτή θα απέχει από το πεδίο της πράξης, φλερτάροντας εξαρχής με τη μελαγχολία. Η τέχνη αυτή θα είναι μια αναχωρητική πράξη.
 
Υλιστική και ιδεαλιστική τέχνη;
 
Ο ιδεαλισμός είναι η φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει πως η πραγματικότητα δεν υπάρχει παρά μόνο ως ιδέα στην ανθρώπινη συνείδηση και ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από την τελευταία (ακριβώς τα αντίστροφα υποστηρίζει ο υλισμός). Κάπου στη μέση ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό θα μπορούσε να σταθεί η άποψη πως ναι μεν μπορούμε να δεχτούμε μια πραγματικότητα χωρίς τη συνείδησή της, αλλά αυτή, μη συνειδητοποιούμενη, καθώς δεν ξέρει κανένας πως υπάρχει, δεν υπήρξε ούτε και θα υπάρξει ποτέ.
Δεν μπορούμε να αρνηθούμε εύκολα ότι ένας μακρινός πλανήτης που κανείς δεν έχει δει υπάρχει μόνο στο μυαλό μου. Το μυαλό μου με συνεπαγωγές προσπαθεί να με πείσει πως ο πλανήτης υπάρχει επειδή το βήτα-όργανό μου κατέγραψε την άλφα-απόκλιση και αυτό το είδα με τα μάτια μου. Η απάντηση στον ακραίο υλισμό είναι να μην ξεχνά πως και αυτός είναι απλώς μια ιδέα που μιλά για την ύλη!
Στην τέχνη, ο ιδεαλισμός εκφράζεται με αντίθετες προς το νατουραλισμό τεχνοτροπίες, που αποστάζουν στοιχεία της πραγματικότητας ανάλογα με τον ψυχισμό του καλλιτέχνη. Η τέχνη γίνεται έτσι για την πράξη ό,τι και η φιλοσοφία για την επιστήμη: μια διαρκής αφαιρετική διαδικασία απόσταξης των –κρινόμενων και βιωνόμενων ως σημαντικές– αισθήσεων και γνώσεων. Η ικανότητα της αφαίρεσης είναι αποκλειστικά ανθρώπινη ικανότητα και η πρώτη που εύκολα χάνεται με μικρές προσβολές των νευρωνικών δικτύων του εγκεφάλου μας.
Μας λένε λοιπόν οι ιδεαλιστές ότι κανένας σώφρων (όλος) άνθρωπος δεν θα έπρεπε ποτέ να αποφλοιώσει την τέχνη αναζητώντας κάποια υποθετική ωφέλιμη, στραμμένη προς την ύλη και την πράξη, πλευρά της. Ακόμη κι αν η τέχνη θεραπεύει καλλιτέχνες και κοινό, αυτό καλύτερα να μην το ξέρουμε. Διότι μπορεί απλώς να έχουμε παραπλανηθεί! Κι η τέχνη, αντίστροφα, μπορεί να είναι η μόνη ψηλαφητή κοινή αλήθεια μας, αρρωστημένη βεβαίως από τοξικές δόσεις ενηλικίωσης κι από κεραυνοβόλο ενεργοποίηση κάποιας ισχυρής γείωσης (Πτώσης ίσως).
Αν επιθυμούμε να κάνουμε σαφή τη διάκριση της πνευματικής παραγωγής σε τέχνη και σε επιστήμη, τότε η τέχνη οφείλει να είναι μη πρακτική, μη εσκεμμένα χρήσιμη – και να αφήνει κάτι τέτοιο στην επιστήμη. Αφήνουμε έξω από την τέχνη, λοιπόν, την σκέτη τέρψη των αισθήσεων, τα «έργα» με αποκλειστικά αισθητική «χρησιμότητα». Το ερώτημα επανέρχεται· γιατί πολλοί (αν όχι όλοι) οι «παραγωγοί» και οι «καταναλωτές» του χρήσιμου δεν ικανοποιούνται από την επιτυχία τους; Γιατί η ψυχή τους αποζητά το μη χρήσιμο;
 
Βίοι παράλληλοι, αντιδιαμετρικοί ή ασύμπτωτοι;
 
Ανά εποχές, φαινομενικά άχρηστος θα μοιάζει ο φιλοσοφικός λόγος και χρήσιμος μόνο ο ιδεολογικός λόγος (και στην ακολουθία αυτή σκέψεων, η ποίηση και η φιλοσοφία δεν απέχουν ιδιαίτερα μεταξύ τους). Άχρηστα τα συναισθήματα, χρήσιμη μόνο η αισθητική. Άχρηστο το δράμα, χρήσιμη η δραματοθεραπεία. Είτε μιλάμε για το ωφέλιμο είτε για το μη χρήσιμο, μάλλον υπάρχει μια διαρκής εκκρεμοειδής κίνηση ανάμεσα στην ιδεαλιστική και την υλιστική ψηλάφηση του κόσμου από τον άνθρωπο.
Η τέχνη, όπως και η φιλοσοφία, μοιάζουν να ανθούν στις οικονομικά δύσκολες και πολιτικά ταραχώδεις εποχές, όπου κυριαρχεί η ματαίωση της ανθρώπινης δυνατότητας προς πράξη, ενώ στην απανεμιά παραχωρούν την πρώτη θέση στον ψυχρό λογισμό και την επιστήμη. Αν όχι, αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει και η τέχνη κινείται αυτόνομα, θα όφειλε να ακμάζει και να παρακμάζει παράλληλα και με τους υπόλοιπους τομείς του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ίσως ένας ιστορικός θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιον τρόπο μελέτης της παραπάνω υπόθεσης. Μέχρι τότε, η αναζήτηση των λόγων που διαρκώς θα ωθούν το Μάκη Λαχανά προς την τέχνη με οδήγησε σε τρία ερωτήματα στα οποία δεν κατάφερα να δώσω κάποια απάντηση. Κατέστησα, λοιπόν, το κείμενο αυτό άχρηστο, ελπίζω για χρήσιμο λόγο. Κι ο «Γολγοθάς» της ανθρώπινης ύπαρξης καλά κρατεί.
Κώστας Σπίγγος

Ο Κωνσταντίνος Χρ. Σπίγγος γεννήθηκε το 1971 στον Πειραιά και αποφοίτησε από το 3ο Λύκειο Χαϊδαρίου. Είναι νευρολόγος, απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών και ειδικευθείς στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. Γεννηματάς» και στο Ινστιτούτο Νευρολογίας του Λονδίνου το 1999, όπου του απονεμήθηκε το Δίπλωμα Κλινικής Νευρολογίας από το πανεπιστήμιο UCL. Είναι μέλος της Ελληνικής Νευρολογικής Εταιρίας και της Ελληνικής Εταιρίας Κεφαλαλγίας από το 2004. Στα πλαίσια της κλινικής του δραστηριότητας, ως ειδικός νευρολόγος, έχει διατελέσει επιστημονικός συνεργάτης του Γ. Ν. Α. «Γ. Γεννηματάς», του ιδιωτικού θεραπευτηρίου «Υγεία», καθώς και επιμελητής του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Κέρκυρας. Έχει δεκάδες διεθνείς και ελληνικές δημοσιεύσεις και συμμετοχές σε επιστημονικά συνέδρια. Από το 2003 ζει και εργάζεται ως ιδιώτης γιατρός στην Κέρκυρα. Εκ παραλλήλου, ασκεί δραστηριότητες επιστημονικού συγγραφέα με εξειδίκευση στη Νευρολογία και στην Ψυχιατρική, δραστηριότητες ενημέρωσης και επιμόρφωσης στον τομέα της Νευρολογίας και της Ψυχιατρικής και στον ευρύτερο τομέα των σχέσεων ιατρού - ασθενούς, δραστηριότητες επιστημονικού συμβούλου και εκπαιδευτή για λογαριασμό εταιριών του φαρμακευτικού τομέα, καθώς και πολυετή δραστηριότητα στον τομέα της μετάφρασης και επιμέλειας κειμένων και βιβλίων ιατρικού και ευρύτερου ιατρο-κοινωνικού ενδιαφέροντος. Έχει διατελέσει εκλεγμένο μέλος ΔΣ της Ελληνικής Εταιρίας Κεφαλαλγίας και του Ιατρικού Συλλόγου Κέρκυρας. Από το 2003 έως το 2009 υπήρξε επιστημονικός διευθυντής και τακτικός αρθρογράφος του περιοδικού εκλαϊκευμένης ιατρικής «Popular Medicine», μηνιαίου ένθετου της εφημερίδας «Καθημερινή». Σήμερα αρθρογραφεί στην εβδομαδιαία στήλη «Με κρότους και ψίθυρους» της κερκυραϊκής εφημερίδας «Καθημερινή Ενημέρωση» και είναι παραγωγός του ραδιοφωνικού ενθέτου «Επισυνάψεις» στον Κύμα FM 90,3. Έχει συγγράψει το βιβλίο εκλαϊκευμένης νευροεπιστήμης «Γνωστικός και ψυχικός εγκέφαλος» (2014), τη συλλογή έμμετρου και πεζού λόγου «Χρήζεις προστασίας» (2018), τη συλλογή φιλοσοφικού χαρακτήρα δοκιμίων «Επισυνάψεις» (2019) και την ποιητική συλλογή «Καλούπια αναπνοών» το 2021. Συμμετέχει στο καθημερινό κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι με συχνές διαλέξεις, παρουσιάσεις, εισηγήσεις, άρθρα γνώμης, δημόσιες παρεμβάσεις και πολιτική δράση.