Τετάρτη 24.04.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Αναστηλώνεται με σεβασμό στις τεχνικές του πρωτομάστορα!

ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ
13 Ιουλίου 2019 / 07:25

ΓΙΑΝΝΕΝΑ. Πάνω από τον Άραχθο, έστω και προστατευμένο από τον μεταλλότυπο, θα είναι το Γεφύρι της Πλάκας το φθινόπωρο, με τις εργασίες να κινούνται εντός χρονοδιαγράμματος, αλλά κυρίως με ποιότητα και στόχο να μην αλλοιωθεί –όσο είναι δυνατόν– η τεχνική του πρωτομάστορα Μπέκα.

Εξαιρετικής ποιότητας, μάλιστα, χαρακτήρισε τις εργασίες που έχουν γίνει μέχρι στιγμής, ο πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής, διακεκριμένος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Μανόλης Κορρές, επισκεπτόμενος το έργο μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής.
Ο κ. Κορρές εμφανίστηκε ικανοποιημένος αλλά και αισιόδοξος για την ολοκλήρωση του έργου. «Είναι μια καλή στιγμή, επειδή, εκτός από καλά λόγια, υπάρχουν και καλές πράξεις. Αυτό είναι το ιδεώδες. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός και εδώ έχει γίνει ένα εξαιρετικό έργο προετοιμασίας, ένα μεσόβαθρο που θα αντέξει αιώνες, με πέτρες καλής ποιότητας. Δεν υπάρχει λόγος πια να ανησυχεί κανείς. Μετά το μεσόβαθρο ακολουθούν τα τόξα, είναι πια θέμα χρόνου», σημείωσε ο κ. Κορρές, συγχαίροντας όλους όσοι «συνέβαλαν και θα συνεχίσουν να συμβάλουν, για πολύ καιρό ακόμη, μέχρι τη διαμόρφωση και του περιβάλλοντος χώρου, ώστε ο επισκέπτης να απολαμβάνει αυτό το φυσικό τοπίο με τα ιστορικά σημεία του και ήπια συνοδά έργα».
Στο γεφύρι της Πλάκας, τα μέλη της Επιτροπής, μεταξύ των οποίων ο καθηγητής του ΕΜΠ Δημήτρης Καλιαμπάκος και η επίκουρη καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ Ελευθερία Τσακανίκα υποδέχθηκαν οι εκπρόσωποι των τοπικών φορέων που συμμετέχουν, οι Αλέξανδρος Λάμπρου και Χρήστος Παπαβρανούσης από το Τμήμα Ηπείρου του ΤΕΕ και ο Γιώργος Σμύρης, εκπροσωπώντας την περιφέρεια Ηπείρου
Στην ιδιαιτερότητα του έργου, τις δυσκολίες αλλά και τις αποφάσεις που καλείται να πάρει η Επιστημονική Επιτροπή, αναφέρθηκε ο κ. Καλιαμπάκος, σημειώνοντας πως το γεφύρι δε θα έχει «κρυφές» ενισχύσεις, ούτε θα γίνει προσπάθεια να αντέξει περισσότερο με την κατασκευή αντιπλημμυρικών έργων στον Άραχθο.
«Μιλάμε για ένα έργο αναστήλωσης πέτρινης γέφυρας χωρίς προηγούμενο στα παγκόσμια χρονικά σε σχέση με το μέγεθός της, επομένως προσπαθούμε να καλύψουμε τα κενά στη γνώση, που χάθηκε για δυο και τρεις γενιές, ώστε να φτιάξουμε τη γέφυρα όσο πιο κοντά γίνεται στη γέφυρα του Μπέκα», τόνισε και πρόσθεσε πως καθετί που διαφοροποιείται από την τεχνική του πρωτομάστορα, γίνεται με σοβαρά επιχειρήματα.
Είναι χαρακτηριστικό πως στο αρχικό γεφύρι χρησιμοποιήθηκε στους συνδέσμους σφυρήλατος βιομηχανικός σίδηρος από την Αγγλία, που σήμερα δεν υπάρχει πια. Η Επιτροπή επέλεξε, αντί για inox, από το οποίο ναι μεν φτιάχνονται ουρανοξύστες, αλλά δε θα είναι ισχυρό σε 150 χρόνια, να χρησιμοποιήσει τιτάνιο.


 
«Επειδή είναι μια ζωντανή κατασκευή, στις λεπτομέρειες υπάρχουν πράγματα που τη διαφοροποιούν, αλλά οι διαφοροποιήσεις γίνονται με σοβαρά επιχειρήματα. Αυτό διαφοροποιεί όλη την κατασκευή. Δεν αλλάζουμε για παράδειγμα τον Άραχθο, δεν πάμε να κάνουμε αντιπλημμυρικά. Στεκόμαστε με σεμνότητα απέναντι στον Άραχθο και τι μπορεί να κάνει και στο νέο γεφύρι, αλλά δεν μπήκαμε στον πειρασμό να τον τιθασεύσουμε για να αντέξει το γεφύρι περισσότερο και κυρίως, δεν υπάρχει κρυμμένη ενίσχυση στο γεφύρι. Είναι μια χαλαρή, πέτρινη κατασκευή, που ελπίζουμε πως από το δικό της βάρος θα σφίξει και ελπίζουμε να μείνει εκεί για πολλές δεκαετίες ή εκατονταετίες.
Όπως σημείωσε ο κ. Καλιαμπάκος, το φθινόπωρο το γεφύρι θα είναι στημένο, αλλά στη φάση αυτή, ο χρόνος κατασκευής δεν είναι το πιο σημαντικό. «Η ποιότητα είναι το κύριο κριτήριο», ανέφερε.
Από την πλευρά της, η κ. Τσακανίκα τόνισε τη σημασία του έργου και από την επιστημονική σκοπιά. «Κάποιοι από το Πολυτεχνείο ήμασταν από τους πρώτους που ανεβήκαμε στα θραύσματα και η αλήθεια είναι ότι, ζώντας αυτή την καταστροφή, συνειδητοποιήσαμε ότι μπορεί να βγει κάτι καλό. Φτάνουμε στο σημείο να αναστυλώνεται και μέσα από αυτό να μπορούμε να μαθαίνουμε τεχνικές της εποχής. Είχε πολλές εκπλήξεις το γεφύρι όταν έπεσε, ξύλινες και μεταλλικές ενισχύσεις, που δεν τις ξέραμε. Επομένως, μέσα από τη διαδικασία της αναστήλωσης, θεωρούμε ότι θα μάθουμε ακόμα πιο πολλά. Δεν είναι ένα έργο που απλά πρέπει να εκτελεστεί, αλλά ένα έργο που θα αποδώσει και επιστημονική γνώση, ξαναανακαλύπτοντας τεχνικές του παρελθόντος», σημείωσε.