Κυριακή 17.08.2025 ΚΕΡΚΥΡΑ

Hook: Στα χρόνια του…πειρατικού! Μεγαλώνοντας στην Κέρκυρας των 00s (photos)

EN THE MAGAZINE
14 Αυγούστου 2025 / 20:08
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ

Μιχάλης Κρητικός και Γιώργος & Δημήτρης Κούφαλης αναβιώνουν το μύθο του εμβληματικού rock bar, που για μια, σχεδόν, δεκαετία, με το Εμπορικό να φθίνει, όρισε τη διαμόρφωση της... ορεινής Καποδιστρίου σε πιάτσα διασκέδασης.

ΧΡΟΝΙΑ πριν η έννοια του «Πειρατικού» κάνει.., σουξέ, στα τοίχη του Οπόρτο, απ’ τα χείλη του Χειλάκη, μια γαλέρα, αρματωμένη με τα όλα της, θα άραζε σε ξέρα. Ακούγεται επικίνδυνο. Υπήρξε εμβληματικό. Ήταν στο μεταίχμιο του millennium, όταν τα... ορεινά της Πάνω Πλατείας υποδέχονταν ένα απ’ τα -έμελλε- πιο signature μπαρ της εγχώριας νυχτερινής ζωής. Bar - history maker. Γεμάτο ιστορίες. Σωστές. Ατόφιες. Του «Ηοοk». Απ’ αυτές που λες αραδιασμένος, αργά, πάνω στην μπάρα, μέσα σε διάφανα σύννεφα καπνού, με χνώτο, που μυρίζει αλκοόλ. Ο Μιχάλης Κρητικός και οι Γιώργος και Δημήτρης Κούφαλης, χρόνια μετά, ξετυλίγουν στο «ΕΝ» το κουβάρι μιας μνήμης, που έμεινε ανεξίτηλη. Σε όλους (μας)...

ΣΤΟΥ «ΚΩΣΤΑΚΗ»...

Μ.Κ.: «Με τον Γιώργο (Κούφαλη) ήμαστε φίλοι από παιδιά. Και πάντα λέγαμε, κάποια στιγμή, να κάνουμε κάτι τέτοιο. Μετά, λοιπόν, από χρόνια δουλειάς στο χώρο, το ‘99 βρέθηκε το μαγαζί στην Πάνω Πλατεία. Το παλιό του “Κωστάκη”, με τα περίφημα τυροπιτάκια! Το νοικιάσαμε˙ μαζί με την αποθήκη, πίσω, που ήταν το εργαστήρι του. Το φτιάξαμε. Μόνοι, “οικογενειακά” - μάστορες μπήκαν ελάχιστοι. Και 22 Απριλίου -Σάββατο του Λαζάρου, στα γενέθλιά μου- το “Ηοοk” έκανε... πρεμιέρα».

 

ΜΙΑ «ΓΑΛΕΡΑ» ΕΞ ΟΛΛΑΝΔΙΑΣ...

Γ.Κ.: «Εξ αρχής, θέλαμε το μαγαζί να θυμίζει κάτι από παλιά γαλέρα. Κι αυτό κάναμε. Οι αγορές έγιναν σχεδόν εξ ολοκλήρου απ’ την Ολλανδία˙ εδώ, μόνο σε ένα - δύο μαγαζιά (π.χ. Οβάλε) βρήκαμε κάποια πράγματα. Πήραμε, λοιπόν, για πίσω απ’ το bar μια βάρκα με ραφάκια και την κάναμε “μπουκαλαρία”. Μπροστά, κανόνια. Σιδερένια. Μπρούτζινα φινιστρίνια, μπαλαούστρα, πηδάλιο, υδρόγειους, καμπάνες, φωνάξαμε μια ζωγράφο, τη Σοφία Ζωχιού και μας ζωγράφισε στο χέρι το χάρτη πάνω, στο ταβάνι...».

Μ.Κ.: Τα χρυσοπληρώσαμε, ναι - υπολόγισε και τα μεταφορικά. Είχαμε, όμως, μεράκι και θέλαμε κάτι ξεχωριστό, unique. Σκέψου πως, όταν το καλοκαίρι βάλαμε τραπεζοκαθίσματα απέναντι, στην πλατεία, οι πολυθρόνες ήταν χειροποίητες, ειδική παραγγελία˙ να ψηθούν έτσι, να βαφτούν έτσι... Όταν το μικρό “Ηοοk” έκλεισε, κάποια αντικείμενα μεταφέρθηκαν στο μεγάλο, παρακάτω. Άλλα μοιράστηκαν˙ καθένας κάτι για το σπίτι του. Το μόνο που έχω κρατήσει εγώ; Ένα βιτρώ, γυαλί, που είχαμε μπροστά απ’ τον DJ, με το όνομα του μαγαζιού - φυσικά, ειδική παραγγελία κι αυτό».

Δ.Κ.: «Εγώ, νομίζω, κράτησα τα περισσότερα! Με πρώτα, κάτι καταπληκτικά φανάρια θυέλλης, που είχαμε απ’ έξω...».

«HOOK» ΔΙΧΩΣ «CAPTAIN»…

Γ.Κ.-Δ.Κ.: «Το όνομα ήταν, νομίζω, ιδέα του Μιχάλη - ήταν πρόσφατη και η ομώνυμη ταινία, τότε. Για την ακρίβεια, η πρώτη σύλληψη ήταν “Captain Hook”. Όταν, όμως, φτιάξαμε τις αφίσες για τα πρώτα πάρτι, αυτός που μας τις έβγαλε, μας προέτρεψε να μην το πούμε έτσι, για ν’ αποφύγουμε ενδεχόμενο πρόβλημα λόγω δικαιωμάτων. Κι έμεινε το “Ηοοk”, σκέτο...»

Ο ΠΡΩΤΟΣ, ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ...

Μ.Κ.: «Δεν... πήγαμε τραίνο με τη μία. Νέοι επιχειρηματίες, δίχως την απαιτούμενη γνώση κι εμπειρία, πολλά τα έξοδα που έπρεπε να καλυφθούν, δεν ήταν και το σημείο ακόμη πιάτσα. Επιπλέον, ήταν και η “μορφή” του μαγαζιού, αρχικά, διαφορετική˙ όχι “oρθάδικο”, αλλά café, με καθίσματα και τραπεζάκια, ανοιχτό απ’ το πρωί - και το βράδυ, ποτό. Ένα, ας πούμε, ροκ στέκι για όσους... δεν ήθελαν να τους δουν! Ό,τι πρέπει για... παράνομα ζευγαράκια (γελάει)!».

Γ.Κ.-Δ.Κ.: «Υπό αυτά τα δεδομένα, 1-1,5 χρόνο μετά, σκεφτήκαμε “δεν έχει, που δεν έχει κόσμο, δεν κάνουμε ένα πάρτι;” Για μας. Βγάλαμε, λοιπόν, έξω, με τον φίλο μας, τον Στέργιο Γραμματικό, τις CDιέρες και ξαφνικά... λαός. Γεμίσαμε! Έτσι, αρχίσαμε τα παρτάκια όλο και πιο συχνά. Μας έμαθαν, είπαμε κι εμείς “έξω τα τραπέζια, βάζουμε stands” κι εκεί ήταν, που... γύρισε ο διακόπτης! Απ’ τον δεύτερο χρόνο, στην ουσία. Ώσπου, από ένα σημείο κι έπειτα, αργότερα, κλείσαμε τελείως το πρωϊνό και ανοίγαμε μόνο το βράδυ, ως bar».

 

Η ROCK ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ...

Μ.Κ.: «Μουσικά, ξεκινήσαμε τελείως rock. Στην πολύ αρχή χωρίς DJ (αντ’ αυτού, είχαμε ένα απ’ εκείνα τα μεγάλα στερεοφωνικά της εποχής, που έπαιρνε τρία - τέσσερα CD) και μέσα από το bar, εμένα και τον Δημήτρη. Στην πορεία, αφ’ ότου φέραμε DJs (π.χ. πιο μετά, τον Δεσύλλα / “Sax» ή τον Άρη Προβατά), μιας και καθένας πρόσθετε τα δικά του στοιχεία κι επιρροές, μπήκαν κι άλλα πράγματα (π.χ. τα ελληνικά ή κάποιες πιο pop-rock νότες). Πάντα, όμως, εντός ενός ορίου. Στα ελληνικά, σκέψου, το... άκρο μας ήταν οι Πυξ Λαξ ή, έστω, ο Χατζηγιάννης, που μεσουρανούσε εκείνη την εποχή. Aλλά ως εκεί. Και στο ελληνικό και στο ξένο. Η rock φιλοσοφία δε χάθηκε ποτέ».

Γ.Κ.: «Με συμβολή σ’ αυτό, νομίζω, του ότι, από ένα σημείο και μετά, μουσική παίζαμε, τόσο εγώ (με θυμάμαι ακόμη και τέσσερις φορές την εβδομάδα), όσο και ο Μιχάλης, οπότε κρατήθηκε ακόμη πιο χαρακτηριστική η δική μας ταυτότητα. Αυτό που είχαμε ακριβώς στο κεφάλι μας, δίχως τρίτες επιρροές. Γενικά, μια μουσική, που δεν την έβρισκες αλλού. Πολύ “ραδιοφωνική”».

Η ΠΙΑΤΣΑ ΤΗΣ ΠΑΝΩ ΠΛΑΤΕΙΑΣ...

Γ.Κ.-Μ.Κ.: «Την εποχή που ανοίξαμε, το Εμπορικό έπαιρνε την... κατηφόρα και στην πόλη, η Κοφινέτα (με το “Μagnet”) είχε κορεστεί. Το “Ηοοk”, λοιπόν, ήρθε να καλύψει μια ανάγκη του κόσμου, που γούσταρε την πόλη. Βρήκε διέξοδο εκεί. Τόσο στο ίδιο το μαγαζί, ως μαγαζί, όσο και στην ευρύτερη “πιάτσα”, που, εν πολλοίς, το ίδιο δημιούργησε. Γιατί, τι υπήρχε τότε στην Πάνω Πλατεία; Μόνο το “Κλασικό” (πρώην “Τequila”, μετέπειτα “Βase”, νυν Καζίνο). Κι αυτό, σε άλλη, ήσυχη φάση˙ δεν “κρατούσε” τον κόσμο του”. Μετά το “Ηοοk”, μέσα σε λίγα χρόνια, δημιουργήθηκε το “Βase”, το “Ιnside”, το “Αnizete” (ο νυν “Tζιοβάνι”). Τέσσερα! Άλλο στιλ, αλλά... πιάτσα. Κι έβλεπες ξαφνικά, 2000 άτομα ‘κεί πάνω, να μην περνά αμάξι! Και με κοινή πολιτική, κατά 80%, στα βασικά θέματα: τιμές, μουσική, αλληλοβοήθεια. Κάτι, που ούτε ως τότε υπήρχε, ούτε σήμερα υπάρχει. Με τα... γνωστά αποτελέσματα!»

Δ.Κ.: «Γενικά, τα 00s ήταν μια περίοδος, που τα μπαράκια πλεόναζαν στην πόλη. Κάποια στιγμή, να σκεφτείς, που τα είχα μετρήσει, τα είχα βρει 18!»

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ...

Γ.Κ.-Μ.Κ.: «Άλλες εποχές, φίλε. Άλλα τα οικονομικά, άλλη η ψυχολογία, άλλα όλα. Εμείς και το χειμώνα (με τα δεδομένα ενός μαγαζιού 25- 30 τ.μ.), σφαίρα πηγαίναμε. Προσωπικά (σ.σ. Γιώργος speaking), έχω μετρήσει 72 άτομα, κεφάλι - κεφάλι σ’ αυτήν την... τρύπα! Μόνιμα, υπήρχαν στην τουαλέτα, στον προθάλαμο, 4-5. Όταν, δε, ερχόταν κάποιος, άνοιγε την πόρτα, έβγαιναν πρώτα καμιά δεκαριά, έμπαινε και μετά ξανάμπαιναν κι αυτοί! Δεν χωρούσε διαφορετικά... Το, δε, καλοκαίρι, με τα 30 τραπεζο-καθίσματα απέναντι συν τους όρθιους, έκλεινε ο δρόμος! Και ξέρεις τι ήταν το πιο ωραίο; Ότι όλη η φάση ήταν τελείως παρεϊστικη. Έτσι την ξεκινήσαμε, έτσι τη συνεχίσαμε κι έτσι πήγε ως το τέλος. Με τους πελάτες, πλέον, να έχουν προστεθεί στο παρεάκι - το 90%, έστω. Όλη η Κέρκυρα το έλεγε τότε: κατέβαινες μόνος σου στο “Ηοοk” κι έβρισκες παρέα˙ γι’ αυτό κι όταν έσκαγαν μύτη κάποιοι τελείως άκυροι, άνοιγαν την πόρτα, έβλεπαν και... έφευγαν! Το ένιωθαν πως δεν ανήκουν εκεί. Υπήρχε “φίλτρο” από μόνο του, που δεν “επέτρεπε” να “χαλάσει” η παρέα. Και ξέρεις τι μέτρησε πολύ σ’ όλο αυτό; Το ότι δεν “ψωνιστήκαμε”. Δεν... μας έφυγε το κεφάλι, ότι γίναμε “κάποιοι”. Κι αυτό ο κόσμος το εισέπραττε. Ήταν, ναι, το βασικό συστατικό της επιτυχίας του “Ηοοk”: η επικοινωνία με τον κόσμο - ξέρεις πολλές περιπτώσεις σήμερα, που ο ιδιοκτήτης (όχι ο barman ή ο DJ) να επικοινωνεί με τον κόσμο; Είναι πολύ πιο απρόσωπη η φάση. Και -δεύτερο στοιχείο- η ταυτότητα, που “χτίσαμε” και διατηρήσαμε. “Πάμε στο “Ηοοk” για τη μουσική του, τους ανθρώπους του, το στιλ του”. Μουσική ανεβαστική, περπάταγες με... το ρυθμό, έβγαινες και ήσουν ιδρωμένος! Πλέον, όπου κι αν πας, μετά από κάποια ώρα, όλα τα μαγαζιά θα παίξουν τα ίδια, ελληνικά και... μαύρες χήρες! Πόσα μαγαζιά παίζουν, πια, τη δική τους μουσική; Και για πόσους DJs θα πας στο τάδε ή στο δείνα μαγαζί, όταν οι επιχειρηματίες του ζητούν να παίξει “αυτό”, γιατί “πουλάει”; Ταυτότητα και προσωπική επαφή. Αυτό ήταν το δίπτυχο...».

ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ & Η ΣΦΑΙΡΑ...

Μ.Κ.: «Οι πιο ξεχωριστές ιστορίες, που μου έρχονται συναισθηματικά, είναι αυτές των γενεθλίων, κάθε χρόνο. Κάναμε event με κάποιον πολύ καλό DJ, τυπώναμε μπλούζες, που γίνονταν ανάρπαστες, συλλεκτικά κομμάτια (σ.σ. ο Δημήτρης θυμάται τις χειροποίητες, ζωγραφιστές, δια χειρός Σοφίας Ζωχιού), μια απίστευτη ατμόσφαιρα party, όπου εισπράτταμε ασύλληπτα πόσο ο κόσμος αγαπούσε αυτό το μαγαζί. Το διαπιστώσαμε και από μια άλλη ιστορία: όταν ένα βράδυ, κατά τις 3, ήρθε η Αστυνομία, για έλεγχο. Δυο ασφαλίτες, με πολιτικά -ο ένας πιτσιρικάς...».

Γ.Κ.: «Τους λέω “τι είστε;” • “Αστυνομικοί”. • “Την ταυτότητά σας”. Ο ένας, τη δείχνει. Ο πιτσιρικάς δεν είχε. Αλλά μας γράφουν. Λέγοντας ότι θα μας πάνε αυτόφωρο».

Δ.Κ.: «Στο δρόμο, ήταν δύο περιπολικά, συμβατικά. Πήραν τον Γιώργο για αντίσταση κατά της αρχής, εγώ να μπαίνω κάτω απ’ το περιπολικό, να εμποδίσω! Ο κόσμος, στο μεταξύ, να κουνάει το περιπολικό, να στριμώχνει τους αστυνομικούς σε ένα δέντρο - μπήκαμε στη μέση, μην τους... λιντσάρουν! Τελικά, καταλήξαμε μέσα. Όλοι. Για απείθεια, αντίσταση κ.λπ. Την τελευταία στιγμή, που ήταν να περάσουμε απ’ τον εισαγγελέα, μας είπε να ζητήσουμε συγγνώμη και να λήξει το θέμα εκεί...».

Γ.Κ.: «Ήμαστε κι εμείς τις περισσότερες μέρες... κομμάτια -πολύ ποτό, φίλε-, άστε να πάνε (γελάει)! Άγριες νύχτες!»

Δ.Κ.: «Μια άλλη φορά, που δούλευα bar, ένας τύπος μου ακούμπησε μια σφαίρα από καλάζνικοφ, λέγοντάς μου “μ’ αυτήν θα πεθάνεις απόψε”».

Μ.Κ.-Γ.Κ.: «Γενικά, πέρασαν πολλοί... τρελοί! Αλλά φασαρίες δεν είχαμε. Γιατί, ακόμη κι αν κάτι δεν πήγαινε καλά, με όλο αυτό το κλίμα που υπήρχε, ήταν σαν να το “απορροφά” το ίδιο το μαγαζί. Έμπαιναν στη μέση, χώριζαν, προστάτευαν...».

 

Ο ΣΚΥΛΟΣ

Γ.Κ.-Δ.Κ.: «Θες μια ακόμη ιστορία - πέρα απ’ τους πολλούς έρωτες και γάμους, που προέκυψαν στο μαγαζί; Μια μέρα, γύρω στο 2004, κατακαλόκαιρο, μας προειδοποιεί ένας φίλος ότι το βράδυ θα γίνει black out σε όλο το νησί. “Δεν παίρνετε μια γεννήτρια;” Πάμε, τέλος πάντων, και παίρνουμε μια μικρή, με βενζίνη. Βράδυ, πια. Πράγματι, black out. Αύγουστο μήνα, όλοι έξω και όλα τα μαγαζιά στο απόλυτο σκοτάδι, χωρίς μουσική! Κι εμείς; Βάζουμε τη γεννήτρια με καλώδιο για να δίνει -μόνο στη μουσική-, έχουμε φροντίσει να γεμίσουμε το μαγαζί ρεσώ και πάνω, κάτι πυρσούς από μπαμπού και, δεδομένου ότι ήμασταν το μοναδικό bar με μουσική, μέσα σε λίγη ώρα, είχαν σκάσει όλοι οι επιχειρηματίες και... 2500-3000 άτομα! Μέσα, ο Κόντης που δούλευε τότε στο μπαρ, να στάζει. Και ο Δημήτρης μαύρος απ’ την κάπνα απ’ τη βενζίνα, καθώς γέμιζε κάθε τόσο τη γεννήτρια! Αμ, το άλλο...».

Γ.Κ.: «Πάω ένα πρωί να ανοίξω με τον Μιχάλη και με το που ξεκλειδώνουμε την πόρτα, πετάγεται από μέσα ένας σκύλος, τρέχοντας με... 1000!»

Δ.Κ.: «Ήμουν τόσο χάλια το προηγούμενο βράδυ (έκλεινα εγώ το μαγαζί), που τον πέρασα για... τσάντα, τον άρπαξα απ’ την ουρά, τον έβαλα μέσα και κλείδωσα! Και ξέμεινε όλο το βράδυ εκεί (γελάει)!»

 

O ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ & Ο ΒΑΣΙΛΗΣ...

Μ.Κ.: «Θαμώνες στο μαγαζί, τα καλοκαίρια, ήταν και πολλοί καλλιτέχνες του rock - έντεχνου, που έρχονταν στο νησί για συναυλίες. Οι οποίοι έμεναν, συνήθως, δίπλα, στο “Καβαλιέρι” -βόλευε πολύ αυτό- αλλά, μετά το live και το φαγητό, για τη βραδινή τους έξοδο, ήθελαν κάτι πιο κοντά στο στιλ τους. Περίπτωση πρώτη, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Καταπληκτικός άνθρωπος! Είχαμε φθάσει σε σημείο, πρωί, να βγαίνει απ’ το “Καβαλιέρι”, εγώ να είμαι πρωϊνός και να μου φωνάζει “Μιχάλη, καφέ!”. Απλός, ταπεινός, διακριτικός, ούτε να το “παίξει”, ούτε τίποτα˙ ίσα - ίσα, που, αν τον έλεγες “κύριο Μαχαιρίτσα”, μπορεί και... ν’ αντιδρούσε! Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, πάλι. Ο οποίος, μάλιστα, ένα βράδυ, μπήκε και... μέσα από το bar˙ έπαιζα, θυμάμαι, εγώ μουσική, “έλα να βγάλουμε μια φωτογραφία”, ε, μια που μπήκε, μια που έμεινε, κάνοντας και... πρόγραμμα!»

Γ.Κ.: «Κι άλλοι, πολλοί. Ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουκάς, τα “Ξύλινα Σπαθιά”, τα “Διάφανα Κρίνα”...».

 

ΟΙ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ & ΟΙ ΜΠΥΡΕΣ...

Μ.Κ.: «Ένα πράγμα που δε θυμούνται πολλοί είναι ότι, για ένα χρόνο, το “Ηοοk” είχε και... κουζίνα! Ήταν ένας τύπος, chef, Αθηναίος (εμείς στα 35, αυτός 60άρης), που είχε φύγει απ’ εκεί για τους δικούς τους λόγους, ήρθε Κέρκυρα κι έψαχνε δουλειά. Μας βρήκε, λοιπόν, μας πρότεινε το σκεπτικό του και είπαμε “πάμε”. Μιλάμε, έφτιαχνε μια μοναδική ποικιλία. Όλα τα προϊόντα χειροποίητα! Μαγιονέζες, μουστάρδες, κάτι γερμανικά λουκάνικα, λευκά... Θραύση! Μια σεζόν έμεινε - μετά, μας κυνήγησαν... θεοί και δαίμονες! Ωστόσο, η φάση “μεσημεράκι, ποικιλία στο Ηοοk”, έμεινε... σήμα! Το ίδιο και οι μπύρες μας˙ το κατ’ εξοχήν ποτό του μαγαζιού. Ξεκινήσαμε με μια βαυαρική βαρελίσια, την “Paulaner”, τη lager˙ ίσως ό,τι καλύτερο έχουμε πιει σε βαρέλι στην Κέρκυρα! Μετά, σταμάτησε η εισαγωγή, οπότε φέραμε την “Craft” (ελληνική, απ’ την Αθήνα), φθάνοντας, σ’ ένα μαγαζί σκάρτα 30 τ.μ. να έχουμε τέσσερα διαφορετικά βαρέλια / γεύσεις: weiss, καπνιστή, lager και κόκκινη...».

 

Η ΑΥΛΑΙΑ...

Γ.Κ.: «Το “Ηοοk”, το μικρό (σ.σ. άπαντες συμφωνούν πως, όταν λέμε “Ηοοk”, μόνο το μικρό υπάρχει) κράτησε ως τον Αύγουστο του ’09. Κι ενώ ήδη, για κάποιο διάστημα, δουλεύαμε παράλληλα το μεγάλο, πιο δίπλα, για χειμώνα συν την πισίνα στο Arena (“Ocean by Hook”), δίπλα απ’ το “Sunset”. Όχι, δεν ήταν επιλογή μας η αυλαία - δεν υπήρχε περίπτωση να τ’ αφήσουμε. Φάγαμε, όμως, τρία δεκαήμερα κλεισίματα σε έναν χρόνο, λόγω μουσικής (ή 9 μηνύσεις), δεν προλάβαμε να κάνουμε τη μεταβίβαση σε άλλο άτομο και μας αφαιρέθηκε η άδεια. Και με το που αφαιρέθηκε, σιγά μη μας άφηναν οι περίοικοι να βγάλουμε άλλη...».

Μ.Κ.: «Τα... κλασικά συμφέροντα της γειτονιάς, με πρόσχημα τη μουσική, αλλά, στην ουσία, σου λέει, “τι είναι αυτοί, καουμπόηδες; Θα πάρουν όλη την Καποδιστρίου” - κάπως έτσι, σκέψου, αν και νωρίτερα είχαμε πάρει κανονικά άδεια απ’ την Αρχαιολογία, για να βάλουμε απέναντι τέντα ξύλινη (κατά το προφίλ του μαγαζιού), χαλώντας ένα κάρο λεφτά για την αγορά των υλικών, είδαμε ξαφνικά την άδεια να ανακαλείται, μετά από καταγγελίες περιοίκων. Ξαναλέω, έχοντας ήδη την άδεια! Τέλος πάντων...».

Δ.Κ.: «Ξέρεις, όμως, ποιο είναι το εντυπωσιακό; Ότι παράλληλα με τις υπογραφές που μάζευε η γειτονιά, για να μας διώξουν, στο f/b πελάτες μας δημιούργησαν το δικό τους κίνημα, μαζεύοντας κι αυτοί υπογραφές, για... να μην κλείσει! Και, σε ορισμένες περιπτώσεις, έβλεπες γονείς και παιδιά σε... αντίπαλα στρατόπεδα!»

Γ.Κ.-Δ.Κ.: «Όταν, λοιπόν, το μικρό έκλεισε, ψάχναμε κάπου να μπούμε. Κάποια στιγμή, σκεφτήκαμε να πάρουμε το “Αnizete”, ακριβώς δίπλα, που δεν πήγαινε πολύ καλά. Αλλά είχαμε δυναμική, οπότε είπαμε να δούμε κάτι πιο μεγάλο. Τότε, που λες, είχε ο Μπούκης το “Destile”, στο ΝΑΟΚ, που επίσης δεν πήγαινε καλά. Και, μέσω ενός κοινού γνωστού (Ανδρέας Βατίδης, από Αθήνα), συναντηθήκαμε και συμφωνήσαμε (με ποσοστά). Τις δύο πρώτες χρονιές, λειτούργησε ως “Hook Summer” και μετά, ως “Drops”. H πρώτη φορά που “έφυγε” τελείως το όνομα, καθώς αυτοί που μας είχαν κυνηγήσει πάνω, μας κυνήγησαν και κάτω (“να φύγουν αυτοί από μέσα, γιατί θα σου κλείσουμε το μαγαζί”). Oπότε, για να το αποφύγουμε, βγάλαμε το “Ηοοk” και... δεν φαινόμασταν!»

Μ.Κ.: «Ήταν, όμως, ένας πολύ μεγάλος χώρος (στην ουσία, δημιουργήθηκε ένα clubάκι 300 ατόμων, όπου έμπαιναν και οι “όπου έχει κόσμο πάω” και κάπου αλλοιώθηκε η ταυτότητά μας. Και στη μουσική και στην προσωπική επαφή (που χάθηκε), σε όλα. Λάθος. Πριν το... μοιραίο: ότι κάποια στιγμή αποσύραμε το “Ηοοk” κι από εκεί, το είπαμε “Εl Greco” και το κάναμε ελληνάδικο˙ ήταν η εποχή της μεταστροφής της διασκέδασης, με την ελληνική μουσική να μεσουρανεί (δες και σήμερα: αν ο άλλος δεν ακούσει ελληνικά... είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις που ο Έλληνας διασκεδάζει με ξένα) και την “πατήσαμε”. Aποδείχτηκε: δεν κράτησε πάνω από 1,5 χρόνο το “Εl Greco” -μετά, δώσαμε τη διαχείρισή του σ’ ένα παιδί, που το έκανε “Ηall”, με πιο house προσωπικότητα-, ώσπου το οίκημα μπήκε στο ΕΣΠΑ για να ανακατασκευαστεί (ασχέτως αν... ακόμη παιδεύεται) και μας κοινοποιήθηκε η αποχώρησή μας».

Γ.Κ.: «Έγινε τελείως εμπορική η ιστορία. Να φανταστείς, ενώ μας ανήκε, πήγα... μία φορά! Δεν μπορούσα να το υποστηρίξω μ’ αυτή τη μουσική κι αυτόν το χαρακτήρα».

ΘΑ ΣΤΕΚOΤΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ «HOOK»;

Μ.Κ.: «Δεν ξέρω αν το βλέπω... ρομαντικά, αλλά με την (μουσική και μη) ταυτότητα που είχε και την επικοινωνία (στοιχεία που και στα μετέπειτα μαγαζιά που δούλεψα είδα τον κόσμο να τα αναζητά - το ίδιο κι εμάς), πιστεύω -θέλω να νομίζω- πως ναι. Και λείπει και θα είχε θέση στο σημερινό νυχτερινό χάρτη της πόλης».

Γ.Κ.-Δ.Κ.: «Εγώ δε νομίζω. Ειδικά, αν απευθυνθεί στη νεολαία. Άλλα χρόνια. Πόσα μπαρ υπάρχουν πια στην Κέρκυρα; Δεν καπνίζεις, δεν ακούς μουσική, φέτος τελειώνει και το ποτό - είδος πολυτελείας, πια. Πού να πάει, λοιπόν, ο πιτσιρικάς με ένα ποτό˙ γιατί τόσο μπορεί να διαθέσει; Εμείς τρέχαμε από μαγαζί σε μαγαζί ως τα ξημερώματα. Τα κεράσματα πήγαιναν κι έρχονταν - μπορούσε ο πελάτης να κεράσει, ακόμη και οι εταιρείες που διοργάνωναν τα διάφορα parties (π.χ. σ’ εμάς η “Absolut”) ήταν πολύ πιο large. Τώρα, το μόνο που μοιάζει εφικτό για έναν μέσο πελάτη, είναι να πάει κάπου, πιο νωρίς, να φάει και να το συνδυάσει με ένα ποτήρι κρασί, μια φορά την εβδομάδα. Δύο σ’ ένα. Ξεχωριστά, δε βγαίνει...».

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ...

Μ.Κ. «Αν μου λείπει; Πολύ, φίλε. Ίσως επειδή ήταν και η πρώτη μου / μας επιχειρηματική δραστηριότητα. Συνδυαζόμενη με το κλίμα μιας εντελώς διαφορετικής εποχής. Με καλύτερα οικονομικά, καλύτερη ψυχολογία κι αυτό το συνεχές feeling για παρτάκι. Χωρίς μιζέρια...»

Γ.Κ.-Δ.Κ. «Όλη η εποχή μας λείπει, γενικότερα. Για να καταλάβεις πόσο συναισθηματικά δεμένοι ήμαστε, σκέψου ότι μια Πρωτοχρονιά, που χειμώνα δούλευε μόνο το μεγάλο, φύγαμε 4-5 άτομα (κι ένας σκύλος, που τον χειμώνα καθόταν έξω απ’ το μεγάλο και το καλοκαίρι έξω απ’ το μικρό) και αλλάξαμε χρόνο στο μικρό! Δεν μπορούσαμε να τ’ αφήσουμε μόνο του!

 

«ΤA KAΛΥΤΕΡΑ ΜΑΣ...»

 

ΤΟ «HOOK». Και η μουσική του. Άρρηκτα δεμένη με την ευρύτερη φυσιογνωμία του μαγαζιού. Για τον Μιχάλη Κρητικό, «το Νο1 κομμάτι που συνδέθηκε με το μαγαζί –το είχαμε βάλει και σε διαφήμιση- ήταν μια διασκευή από τους Radiohead. Έμπαινε στο μαγαζί –και στο μεγάλο, έπειτα- και... σηκωνόταν στον αέρα!» Ο Γιώργος Κούφαλης, πάλι, επιλέγει το «School», των Supertramp. «Είχε μια ωραία εισαγωγή κι ένα τρομερό, αυξανόμενο μπάσιμο, που έφθανε να... δοκιμάζει τα ηχεία σου!» Ζητήσαμε ένα top-10, πλην αυτών. Δύσκολο. Αλλά το αποτέλεσμα, συνδρομή και τρίτων, προέκυψε κάπως έτσι...

The show must go on (Queen)

Fairytale gone bad (Sunrise Avenue)

Leaving on a prayer (Bon Jovi)

Creep (Radiohead)

Relax (Mika)

Ancona vivo (Celentano)

Έπαψες αγάπη να θυμίζεις (Πυξ Λαξ)

Καλοκαιρινά ραντεβού (Δυτικές Συνοικίες)

Άχρηστα ρολόγια (Ντομένικα)

Δε χωράς πουθενά (Τρύπες)

Aτλαντίς (Ξύλινα Σπαθιά)

Fade out (Radiohead)

 

ΞΕΡΑΤΕ ΠΩΣ...

Τα «Καλοκαιρινά Ραντεβού», η μεγάλη 2000s επιτυχία των «Δυτικών Συνοικιών» πρωτοπαίχτηκε στο «Hook»; Σε demo, που είχαν μαζί τους τα παιδιά της μπάντας, επισκεπτόμενοι το χώρο, ως πελάτες. «Κι έγινε το έλα να δεις...»

 

ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1978. Πτυχιούχος Φιλολογίας (Φιλοσοφική Σχ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 2001) και δημοσιογραφίας (New York College, 2002), θήτευσε επί 12ετία στην Αθήνα, με κύριες αναφορές τις εφημερίδες Αθλητική Ηχώ (2001-’08) και Εξέδρα / Δ.Ο.Λ. (2008-‘11) συν σειρά συνεργασιών με ιστοσελίδες και περιοδικά. Επιστρέφοντας Κέρκυρα, διετέλεσε υπεύθυνος Γραφείου Τύπου στις ΠΑΕ ΑΟ Κέρκυρα και ΑΟ Κασσιώπης (Super League). Συνδημιουργός και αρχισυντάκτης των ιστοσελίδων Corfusports (2011) και Corfustories (2020), της εφημερίδας Corfupress / Corfusports (2016) και των free press mag. Corfu Magazine (2017) και Corfu Stories (2018), μετά τη συνεργασία του με την Καθημερινή Ενημέρωση (2019-’20), επέστρεψε στον όμιλο Ενημέρωση το ’21, λόγω… ΕΝ-The Magazine. Eίναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΠΣΑΤ (βραβείο «Χρ. Σβολόπουλος», 2010).